- διασκόπησις
- (-εως) η тщательное изучение, анёлиз;
η διασκόπησις της πολιτικής καταστάσεως — анализ политического положения
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
η διασκόπησις της πολιτικής καταστάσεως — анализ политического положения
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διασκόπηση — η (Α διασκόπησις, εως) προσεκτική εξέταση … Dictionary of Greek